- κατοργας
- κατοργάςκατ-οργάς-άδος adj. f справляющая религиозные оргии
(Ἰνδῴη, sc. γῆ Anth. - v. l. κατ΄ ὀργάδος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἰνδῴη, sc. γῆ Anth. - v. l. κατ΄ ὀργάδος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατοργάς — κατοργάς, άδος, ἡ (Α) αυτή που τελεί τα σχετικά με τη λατρεία όργια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀργάς «εύφορη γη αφιερωμένη στους θεούς»] … Dictionary of Greek